- κυδωνέα
- η (AM κυδωνέα)βλ. κυδωνιά.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Κυδωνέα — Κυδωνέᾱ , Κυδωνέα quince tree fem nom/voc/acc dual Κυδωνέᾱ , Κυδωνέα quince tree fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κυδωνέας — Κυδωνέᾱς , Κυδωνέα quince tree fem acc pl Κυδωνέᾱς , Κυδωνέα quince tree fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυδωνιά — (Cydonia). Γένος καρποφόρων δέντρων της οικογένειας των ροδιδών (δικοτυλήδονα) και κοινή ονομασία του μοναδικού είδους του, Cydonia oblonga, το οποίο ήταν παλαιότερα γνωστό και με τις ονομασίες Pyrus cydonia και Cydonia vulgaris. Πρόκειται για… … Dictionary of Greek
πρασινάδα — Όνομα 2 οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 680 μ.) του νομού Δράμας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σίλλης. 2. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 10 μ.) του νομού Ημαθίας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (14 τ. χλμ.), στον οποίο ανήκουν και άλλοι 2… … Dictionary of Greek